μοναμπυξ

μοναμπυξ
    μονάμπυξ
    μον-άμπυξ
    -ῠκος adj. m с одиночной сбруей, т.е. запряженный в одиночку
    

(πῶλος Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μοναμπυξ" в других словарях:

  • μονάμπυξ — μονάμπυξ, ὁ και ἡ (ΑΜ) (για άλογα) αυτός που έχει μόνο χαλινάρι («τέθριππά θ οἳ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», Ευρ.) αρχ. (για ταύρο) αυτός που είναι μόνος στο ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἄμπυξ «χαλινάρι» (πρβλ. λιπαρ άμπυξ, χρυσ άμπυξ)] …   Dictionary of Greek

  • μονάμπυξ — having one frontlet masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναμπύκων — μονάμπυξ having one frontlet masc/fem gen pl μονάμπυξ having one frontlet masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάμπυκα — μονάμπυξ having one frontlet masc/fem acc sg μονάμπυξ having one frontlet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάμπυκος — μονάμπυξ having one frontlet masc/fem gen sg μονάμπυξ having one frontlet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάμπυκας — μονάμπυξ having one frontlet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναμπυκία — μοναμπυκία, ἡ (Α) [μονάμπυξ] μονάμπυξ* …   Dictionary of Greek

  • MONATOR — Hesychio μονάτωρ, κέλης, ἵππος καὶ ἱππαςτὴς, καὶ εἶδος νεὼς καὶ μονάτωρ, celes, equus et eques, et navigii species et monator; Sic enim Latini e Graeco dixerunt equum singularem et αζευκτον, aliter simplum, in veteri Epigramm. de Circo. Lunae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SINGULATOR — in Glossis ἱππαςτὴςκέλης; Hesychio μονάτωρ est, monator, uti Latini ex Graeco dixisse videntur, Graece enim μονάτωρ deduci non potest: eques est, qui solô ac singulari equô vehit; Μονιππος quoque Graecis et μονάμπυξ, quod posteris Latine ad… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»